χυμικός

χυμικός
η , ό[ν] см. χημικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χυμικός" в других словарях:

  • χυμικός — ή, ό / χυμικός, ή, όν, ΝΜ [χυμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χυμούς νεοελλ. (παλ. τ.) χημικός …   Dictionary of Greek

  • χυϊκός — ή, όν, Α χυμικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ τής μηδενισμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χέω* + κατάλ. ικός*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»